- λαθίπονος
- λαθίπονος, -ον (Α)1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ' Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.)2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθίπονος — λᾱθίπονος , λαθίπονος forgetful of sorrow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθίπονον — λᾱθίπονον , λαθίπονος forgetful of sorrow masc/fem acc sg λᾱθίπονον , λαθίπονος forgetful of sorrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek